Κατηγορία: Α

Αεορογάμ΄ς:

Βραχοκιρκίνεζο, Κιρκινέζι, είδος γνήσιου γερακιού, μεταφορικά, αυτός που διατυμπανίζει τις ανύπαρκτες ερωτικές του επιδόσεις.

Ατήρα ικεί ο αερογάμ’ς τι φτιαν’, τι κόλπα απ’ καν’ στούν αιέρα!

Αρίδα:

Πόδι.

Άπλουσι τς’ αρίδες’τ απάν, στη καριέκλα κι όσα πάν κι όσα ρθούν.

Αμπ’δάου:

Πηδάω.

Ποιό πιδί αμπ’δάει ιτσιά απού πάν’; στάκα να πάου να ιδού μ’ τ’ πάρ’ ού διάουλους τούν πατιέρα.

Αδικεί:

Ακριβώς εκεί.

Σ’ούπα να τα πάρ’ς τα πράματα ‘ς απ’ την τιβανουκασιέλα κι συ τ’ άφκις αδικεί;

Αδαυτού:

Σ’ αυτό το μέρος που βρίσκεσαι.

Δε σούπα να μίν’ς αδαυτού! τι μ’ ρχιέσι σαδώ;

Απόρ’μα:

Αυτό που δεν έχει γεννηθεί στήν ώρα του. Ειρωνικά, και μειωτικά για κάποιον, ακόμα και χαϊδευτικά για μικρό παιδί που εκπλήσει τους μεγάλους με την τσαχπινά του.

Αϊά τ’ απόρ’μα ιέμαθι κι λέει κι κ’βεντούλες.

 

 

Ατήρα, τράω, τράξω:

Για δές, κοιτάζω, να κοιτάξω.

-Ατήρα ικεί σ’ λέου αρέ!

-Σα πούθι ρε να τράξου;

error: Content is protected !!