Βραχοκιρκίνεζο, Κιρκινέζι, είδος γνήσιου γερακιού, μεταφορικά, αυτός που διατυμπανίζει τις ανύπαρκτες ερωτικές του επιδόσεις.
Ατήρα ικεί ο αερογάμ’ς τι φτιαν’, τι κόλπα απ’ καν’ στούν αιέρα!
Βραχοκιρκίνεζο, Κιρκινέζι, είδος γνήσιου γερακιού, μεταφορικά, αυτός που διατυμπανίζει τις ανύπαρκτες ερωτικές του επιδόσεις.
Ατήρα ικεί ο αερογάμ’ς τι φτιαν’, τι κόλπα απ’ καν’ στούν αιέρα!
Πόδι.
Άπλουσι τς’ αρίδες’τ απάν, στη καριέκλα κι όσα πάν κι όσα ρθούν.
Έπεσε, κατέπεσε.
Τρέχα αρέ να προυλάβ’ς μην απ’στουμ’θεί του πιδί απ την κούνια.
Πηδάω.
Ποιό πιδί αμπ’δάει ιτσιά απού πάν’; στάκα να πάου να ιδού μ’ τ’ πάρ’ ού διάουλους τούν πατιέρα.
Άκου ακούω.
Αφουγκρά’ς τι σ’λέου, να είσι κύριους ικεί απ’ θα πάμι.
Η σαύρα.
Μη σκιάϊσι μια γκουστέρα ήταν, πάει ιέφκι τώρα.
Ακριβώς εκεί.
Σ’ούπα να τα πάρ’ς τα πράματα ‘ς απ’ την τιβανουκασιέλα κι συ τ’ άφκις αδικεί;
Σ’ αυτό το μέρος που βρίσκεσαι.
Δε σούπα να μίν’ς αδαυτού! τι μ’ ρχιέσι σαδώ;
Αυτό που δεν έχει γεννηθεί στήν ώρα του. Ειρωνικά, και μειωτικά για κάποιον, ακόμα και χαϊδευτικά για μικρό παιδί που εκπλήσει τους μεγάλους με την τσαχπινά του.
Αϊά τ’ απόρ’μα ιέμαθι κι λέει κι κ’βεντούλες.
Για δές, κοιτάζω, να κοιτάξω.
-Ατήρα ικεί σ’ λέου αρέ!
-Σα πούθι ρε να τράξου;